ευφωνικός

ευφωνικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»).
επίρρ...
ευφωνικώς και -ά
με ευφωνία, χάριν ευφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ. Παπανικολάου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευφωνικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην ευφωνία: Ευφωνική διάρθρωση φθόγγων. 2. «ευφωνικά σύμφωνα», τα σύμφωνα που τοποθετούνται σε ορισμένες θέσεις, ώστε να κάνουν τη λέξη όμορφη ακουστικά: Ευφωνικό ν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”