- ευφωνικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»).επίρρ...ευφωνικώς και -άμε ευφωνία, χάριν ευφωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ. Παπανικολάου].
Dictionary of Greek. 2013.